νετάρω

νετάρω
(αόρ. (ε)νετάρισα, (ε)νέταρα) 1. μετ.
1) кончать, завершать (работу, дело); 2) израсходовать, исчерпывать; 3) покончить счёты с жизнью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "νετάρω" в других словарях:

  • νετάρω — νετάρω, νέταρα και νετάρισα, νεταρισμένος βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νετάρω — 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω 2. εξαντλώ κάτι («τά νετάραμε τα τρόφιμα») 3. εξαντλούμαι, αποκάμνω 4. τακτοποιώ εκκρεμείς λογαριασμούς που έχω με κάποιον, εξοφλώ 5. κάνω ευκρινή την εικόνα ή το είδωλο, σε φωτογραφική ή κινηματογραφική μηχανή καθώς… …   Dictionary of Greek

  • νετάρω — (λ. ιταλ.), νετάρισα και νέταρα 1. μτβ., τελειώνω κάποιο έργο. 2. εξαντλώ κάτι ολότελα. 3. αμτβ., μένω απένταρος, διαθέτω ή χάνω όλα τα χρήματά μου: Εγώ νετάρισα και αποχωρώ από το παιχνίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νετάρισμα — το [νετάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νετάρω …   Dictionary of Greek

  • ευτρεπίζω — (ΑΜ εὐτρεπίζω) [ευτρεπής] 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω, τακτοποιώ, συγυρίζω 2. παθ. ευτρεπίζομαι είμαι έτοιμος, παρασκευάζομαι νεοελλ. 1. μέσ. ευτρεπίζομαι καλλωπίζομαι 2. φρ. α) ναυτ. «ευτρεπίζω την άγκυρα» απαλλάσσω την άγκυρα από τις περιπλοκές… …   Dictionary of Greek

  • μπαζάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαζάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαζάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. νετάρω: νετάρισμα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»